时候 έννοια και προφορά

时候
Απλοποιημένη λέξη
時候
Παραδοσιακή λέξη

时候 ελληνικός ορισμός

shí hou

  • χρόνος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shí): χρόνος
  • (hòu): αναμονή

Παραδείγματα ποινών με 时候

  • 你什么时候回来?
    Nǐ shénme shíhòu huílái?
  • 我回家的时候,他在睡觉。
    Wǒ huí jiā de shíhòu, tā zài shuìjiào.
  • 先生,请问您什么时候开始点菜?
    Xiānshēng, qǐngwèn nín shénme shíhòu kāishǐ diǎn cài?
  • 上下班的时候,我都要经过这条街道。
    Shàng xiàbān de shíhòu, wǒ dū yào jīngguò zhè tiáo jiēdào.
  • 这是我小时候的照片。
    Zhè shì wǒ xiǎoshíhòu de zhàopiàn.