时差 έννοια και προφορά

时差
Απλοποιημένη λέξη
時差
Παραδοσιακή λέξη

时差 ελληνικός ορισμός

shí chā

  • jet lag

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shí): χρόνος
  • (chà): διαφορά