时间 έννοια και προφορά

时间
Απλοποιημένη λέξη
時間
Παραδοσιακή λέξη

时间 ελληνικός ορισμός

shí jiān

  • χρόνος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shí): χρόνος
  • (jiān): μεταξύ

Παραδείγματα ποινών με 时间

  • 考试的时间很长。
    Kǎoshì de shíjiān hěn zhǎng.
  • 我没时间去北京。
    Wǒ méi shíjiān qù běijīng.
  • 这段时间我很忙。
    Zhè duànshíjiān wǒ hěn máng.
  • 下个月我要离开一段时间,你好好照顾自己。
    Xià gè yuè wǒ yào líkāi yīduàn shíjiān, nǐ hǎohǎo zhàogù zìjǐ.
  • 这件事在短时间内很难做完。
    Zhè jiàn shì zài duǎn shíjiān nèi hěn nán zuò wán.