普及 έννοια και προφορά

普及
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

普及 ελληνικός ορισμός

pǔ jí

  • παγκόσμιος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pǔ): γενικός
  • (jí): και