普 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

普 ελληνικός ορισμός

  • γενικός

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : garden; orchard;
  • : απλός
  • : thick rough serge from Tibet;
  • : river bank; shore; river drainage ditch (old);
  • : extensive; pervading;
  • : to travel by the light of torch;
  • : huge; to admonish;
  • : φάσμα
  • : web (of feet of ducks, frogs etc);
  • : praseodymium (chemistry);

Παραδείγματα ποινών με 普

  • 你的普通话说得很好。
    Nǐ de pǔtōnghuà shuō dé hěn hǎo.
  • 你的普通话说得很标准。
    Nǐ de pǔtōnghuà shuō dé hěn biāozhǔn.

Λέξεις που περιέχουν 普, ανά επίπεδο HSK