暂时 έννοια και προφορά

暂时
Απλοποιημένη λέξη
暫時
Παραδοσιακή λέξη

暂时 ελληνικός ορισμός

zàn shí

  • προσωρινά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zàn): προσωρινά
  • (shí): χρόνος

Παραδείγματα ποινών με 暂时

  • 他把车暂时停在了路边。
    Tā bǎ chē zhànshí tíng zàile lù biān.