暂时
暫時
暂时 ελληνικός ορισμός
zàn shí
- προσωρινά
zàn shí
- προσωρινά
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 暂时
-
他把车暂时停在了路边。
Tā bǎ chē zhànshí tíng zàile lù biān.