暴露 έννοια και προφορά

暴露
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

暴露 ελληνικός ορισμός

bào lù

  • εκτεθειμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bào): βίαιος
  • (lù): δροσιά