更新 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 更新 ελληνικός ορισμός gēng xīn εκσυγχρονίζω HSK level HSK 6 Χαρακτήρες 更 (gèng): περισσότερο 新 (xīn): νέος