新
新 ελληνικός ορισμός
xīn
- νέος
xīn
- νέος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 䜣 : pleased; delighted; happy; variant of 欣;
- 廞 : to prepare horses and chariots for battle;
- 心 : καρδιά
- 忻 : happy;
- 昕 : dawn;
- 欣 : ευτυχισμένος
- 歆 : pleased; moved;
- 炘 : mid-day glare; heat;
- 芯 : lamp pith; wick;
- 薪 : μισθός
- 辛 : ξιν
- 鑫 : (used in names of people and shops, symbolizing prosperity);
- 锌 : zinc (chemistry);
- 馨 : fragrant;
Παραδείγματα ποινών με 新
-
每个新题都很有意思。
Měi gè xīn tí dōu hěn yǒuyìsi. -
你看,我新买了一个手机。
Nǐ kàn, wǒ xīn mǎile yīgè shǒujī. -
这是我买的新衣服。
Zhè shì wǒ mǎi de xīn yīfú. -
这是我新买的自行车。
Zhè shì wǒ xīn mǎi de zìxíngchē. -
你看,这是我新买的笔记本。
Nǐ kàn, zhè shì wǒ xīn mǎi de bǐjìběn.
Λέξεις που περιέχουν 新, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
-
新 (xīn): νέος
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 新闻 (xīn wén) : νέα
- 新鲜 (xīn xiān) : φρέσκο
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 重新 (chóng xīn) : σχετικά με
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 创新 (chuàng xīn) : καινοτομία
- 更新 (gēng xīn) : εκσυγχρονίζω
- 日新月异 (rì xīn yuè yì) : αλλαγή με κάθε μέρα που περνά
- 新陈代谢 (xīn chén dài xiè) : μεταβολισμός
- 新郎 (xīn láng) : γαμπρός
- 新娘 (xīn niáng) : νυφη
- 新颖 (xīn yǐng) : μυθιστόρημα
- 崭新 (zhǎn xīn) : ολοκαίνουργιο