有趣 έννοια και προφορά

有趣
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

有趣 ελληνικός ορισμός

yǒu qù

  • ενδιαφέρων

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yǒu): εχω
  • (qù): ενδιαφέρον

Παραδείγματα ποινών με 有趣

  • 李老师的课讲得很有趣。
    Lǐ lǎoshī de kè jiǎng dé hěn yǒuqù.
  • 这真是个有趣的梦!
    Zhè zhēnshi gè yǒuqù de mèng!
  • 你讲的这个故事真有趣!
    Nǐ jiǎng de zhège gùshì zhēn yǒuqù!