本科 έννοια και προφορά

本科
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

本科 ελληνικός ορισμός

běn kē

  • φοιτητής

HSK level


Χαρακτήρες

  • (běn): αυτό
  • (kē): κλαδί