本
本 ελληνικός ορισμός
běn
- αυτό
běn
- αυτό
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 本
-
我读了八本书。
Wǒ dúle bā běn shū. -
桌子上有一本书。
Zhuōzi shàng yǒuyī běn shū. -
你看,那本书在桌子上呢。
Nǐ kàn, nà běn shū zài zhuōzi shàng ne. -
这本书三十看见钱。
Zhè běn shū sānshí kànjiàn qián. -
我有三本书。
Wǒ yǒusān běn shū.
Λέξεις που περιέχουν 本, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 1
-
本 (běn): αυτό
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 笔记本 (bǐ jì běn) : σημειωματάριο
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 本来 (běn lái) : αρχικά
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 本科 (běn kē) : φοιτητής
- 本领 (běn lǐng) : ικανότητα
- 本质 (běn zhì) : φύση
- 根本 (gēn běn) : θεμελιώδης
- 基本 (jī běn) : βασικός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 版本 (bǎn běn) : εκδοχή
- 本能 (běn néng) : ένστικτο
- 本钱 (běn qián) : κεφάλαιο
- 本人 (běn rén) : εγώ ο ίδιος
- 本身 (běn shēn) : εαυτό
- 本事 (běn shi) : ικανότητα
- 标本 (biāo běn) : δείγμα
- 成本 (chéng běn) : κόστος
- 剧本 (jù běn) : γραφή
- 资本 (zī běn) : κεφάλαιο