本钱 έννοια και προφορά

本钱
Απλοποιημένη λέξη
本錢
Παραδοσιακή λέξη

本钱 ελληνικός ορισμός

běn qián

  • κεφάλαιο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (běn): αυτό
  • (qián): χρήματα