构成 έννοια και προφορά

构成
Απλοποιημένη λέξη
構成
Παραδοσιακή λέξη

构成 ελληνικός ορισμός

gòu chéng

  • απαρτίζω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gòu): δομή
  • (chéng): να κάνω