构成
                
                
                
                Απλοποιημένη λέξη
                
                
            
                        構成
                    
                    
                        Παραδοσιακή λέξη
                    
                构成 ελληνικός ορισμός
        
            gòu chéng
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - απαρτίζω
 
                
            
        
    
gòu chéng
- απαρτίζω