枕头
                
                
                
                Απλοποιημένη λέξη
                
                
            
                        枕頭
                    
                    
                        Παραδοσιακή λέξη
                    
                枕头 ελληνικός ορισμός
        
            zhěn tou
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - μαξιλάρι
zhěn tou
- μαξιλάρι
