枕头 έννοια και προφορά

枕头
Απλοποιημένη λέξη
枕頭
Παραδοσιακή λέξη

枕头 ελληνικός ορισμός

zhěn tou

  • μαξιλάρι

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhěn): μαξιλάρι
  • (tóu): κεφάλι