头
頭
头 ελληνικός ορισμός
tóu
- κεφάλι
tóu
- κεφάλι
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 头
-
姐姐的头发又黑又长。
Jiějiě de tóufǎ yòu hēi yòu zhǎng. -
你怎么了?不高兴了?为什么低着头?
Nǐ zěnmeliǎo? Bù gāoxìngle? Wèishéme dīzhe tóu? -
她照了一下镜子,发现自己头发很乱。
Tā zhàole yīxià jìngzi, fāxiàn zìjǐ tóufǎ hěn luàn. -
妈妈的头发又黑又亮。
Māmā de tóufǎ yòu hēi yòu liàng.
Λέξεις που περιέχουν 头, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 头发 (tóu fa) : μαλλιά
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 骨头 (gǔ tou) : οστό
- 馒头 (mán tou) : ψωμί στον ατμό
- 木头 (mù tou) : ξύλο
- 石头 (shí tou) : πέτρα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 镜头 (jìng tóu) : φακός
- 口头 (kǒu tóu) : από το στόμα
- 码头 (mǎ tóu) : αποβάθρα
- 拳头 (quán tou) : γροθιά
- 舌头 (shé tou) : γλώσσα
- 水龙头 (shuǐ lóng tóu) : βρύση
- 枕头 (zhěn tou) : μαξιλάρι