根源 έννοια και προφορά

根源
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

根源 ελληνικός ορισμός

gēn yuán

  • πηγή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gēn): ρίζα
  • (yuán): πηγή