根
根 ελληνικός ορισμός
gēn
- ρίζα
gēn
- ρίζα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 跟 : με
Παραδείγματα ποινών με 根
-
他这么说,是有根据的。
Tā zhème shuō, shì yǒu gēnjù de. -
请根据这篇文章谈一谈自己的想法。
Qǐng gēnjù zhè piān wénzhāng tán yī tán zìjǐ de xiǎngfǎ. -
他的话是无根据的。
Tā dehuà shì wú gēnjù de.
Λέξεις που περιέχουν 根, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 根据 (gēn jù) : σύμφωνα με
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
根 (gēn): ρίζα
- 根本 (gēn běn) : θεμελιώδης
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 根深蒂固 (gēn shēn dì gù) : βαθιά ριζωμένος
- 根源 (gēn yuán) : πηγή
- 归根到底 (guī gēn dào dǐ) : στην τελική ανάλυση