格外 έννοια και προφορά

格外
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

格外 ελληνικός ορισμός

gé wài

  • ιδιαίτερα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gé): πλέγμα
  • (wài): εξωτερικός