桃 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

桃 ελληνικός ορισμός

táo

  • ροδάκινο

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : pottery;
  • : wail;
  • : dunce; blockhead;
  • : to cleanse; name of a river;
  • : καθαρισμός
  • : bind; cord; twist;
  • : σταφύλια
  • : διαφυγή
  • : very drunk; blotto; happy appearance; happy looks;
  • : κεραμικά
  • : hand drum used by peddlers;
  • : a drum-shaped rattle (used by peddlers or as a toy); rattle-drum;

Λέξεις που περιέχουν 桃, ανά επίπεδο HSK