陶
陶 ελληνικός ορισμός
táo
- κεραμικά
táo
- κεραμικά
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 匋 : pottery;
- 啕 : wail;
- 桃 : ροδάκινο
- 梼 : dunce; blockhead;
- 洮 : to cleanse; name of a river;
- 淘 : καθαρισμός
- 绹 : bind; cord; twist;
- 萄 : σταφύλια
- 逃 : διαφυγή
- 醄 : very drunk; blotto; happy appearance; happy looks;
- 鞀 : hand drum used by peddlers;
- 鼗 : a drum-shaped rattle (used by peddlers or as a toy); rattle-drum;
Λέξεις που περιέχουν 陶, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 陶瓷 (táo cí) : κεραμικά
- 陶醉 (táo zuì ) : διασκεδάζω
- 熏陶 (xūn táo) : εποικοδομώ