森林 έννοια και προφορά

森林
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

森林 ελληνικός ορισμός

sēn lín

  • δάσος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (sēn): ιαπωνικό λεπτό
  • (lín): δάσος

Παραδείγματα ποινών με 森林

  • 森林着活泼了。
    Sēnlínzhe huópōle.
  • 他在森林里迷路了。
    Tā zài sēnlín lǐ mílùle.
  • 山上有一大片森林。
    Shānshàng yǒuyī dàpiàn sēnlín.
  • 在森林里吸烟很危险,容易着火。
    Zài sēnlín lǐ xīyān hěn wéixiǎn, róngyì zháohuǒ.
  • 学校周围有一大片森林。
    Xuéxiào zhōuwéi yǒu yī dàpiàn sēnlín.