橡皮 έννοια και προφορά

橡皮
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

橡皮 ελληνικός ορισμός

xiàng pí

  • καουτσούκ

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xiàng): δρυς
  • (pí): δέρμα

Παραδείγματα ποινών με 橡皮

  • 你可以借我橡皮用一下吗?
    Nǐ kěyǐ jiè wǒ xiàngpí yòng yīxià ma?