皮
皮 ελληνικός ορισμός
pí
- δέρμα
pí
- δέρμα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 啤 : μπύρα
- 埤 : low wall;
- 毗 : to adjoin; to border on;
- 疲 : κουρασμένος
- 笓 : to comb; fine-toothed comb; trap for prawns;
- 罴 : brown bear;
- 脾 : σπλήνα
- 芘 : Malva sylvestris;
- 蚽 : a kind of insect (old);
- 蜱 : tick (zoology);
- 郫 : place name;
- 铍 : beryllium (chemistry);
- 阰 : mountain in ancient Chu;
- 陴 : parapet;
- 鼙 : drum carried on horseback;
- 𣬉 : 㐌
Παραδείγματα ποινών με 皮
-
妹妹脚上穿着漂亮的红皮鞋。
Mèimei jiǎo shàng chuānzhuó piàoliang de hóng píxié. -
他穿着一双黑色的皮鞋。
Tā chuānzhuó yīshuāng hēisè de píxié. -
妈妈很注意保护皮肤。
Māmā hěn zhùyì bǎohù pífū. -
你可以借我橡皮用一下吗?
Nǐ kěyǐ jiè wǒ xiàngpí yòng yīxià ma?
Λέξεις που περιέχουν 皮, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 皮鞋 (pí xié) : δερμάτινα παπούτσια
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 皮肤 (pí fū) : δέρμα
- 橡皮 (xiàng pí) : καουτσούκ
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 调皮 (tiáo pí) : άτακτος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 皮革 (pí gé) : δέρμα