欣慰 έννοια και προφορά

欣慰
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

欣慰 ελληνικός ορισμός

xīn wèi

  • ευχαριστημένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xīn): ευτυχισμένος
  • (wèi): άνεση