正好 έννοια και προφορά

正好
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

正好 ελληνικός ορισμός

zhèng hǎo

  • ακριβώς δεξιά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhèng): θετικός
  • (hǎo): είναι καλό

Παραδείγματα ποινών με 正好

  • 你说的跟我理解的正好相反。
    Nǐ shuō de gēn wǒ lǐjiě de zhènghǎo xiāngfǎn.
  • 你来得正好,咱们商量一下。
    Nǐ láidé zhènghǎo, zánmen shāngliáng yīxià.
  • 这个帽子我戴正好,不大也不小。
    Zhège màozi wǒ dài zhènghǎo, bù dà yě bù xiǎo.