正常 έννοια και προφορά

正常
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

正常 ελληνικός ορισμός

zhèng cháng

  • κανονικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhèng): θετικός
  • (cháng): συχνά

Παραδείγματα ποινών με 正常

  • 修理之后,我的电脑又能正常工作了。
    Xiūlǐ zhīhòu, wǒ de diànnǎo yòu néng zhèngcháng gōngzuòle.