气功 έννοια και προφορά

气功
Απλοποιημένη λέξη
氣功
Παραδοσιακή λέξη

气功 ελληνικός ορισμός

qì gōng

  • τσιγκόνγκ

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qì): αέριο
  • (gōng): δουλειά