沉默 έννοια και προφορά

沉默
Απλοποιημένη λέξη
沈默
Παραδοσιακή λέξη

沉默 ελληνικός ορισμός

chén mò

  • σιωπή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chén): νεροχύτης
  • (mò): σιωπηλός