沙发 έννοια και προφορά

沙发
Απλοποιημένη λέξη
沙發
Παραδοσιακή λέξη

沙发 ελληνικός ορισμός

shā fā

  • καναπές

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shā): άμμος
  • (fā): μαλλιά

Παραδείγματα ποινών με 沙发

  • 请在沙发上坐一会儿,我去给您倒杯茶。
    Qǐng zài shāfā shàng zuò yīhuǐ'er, wǒ qù gěi nín dào bēi chá.