没有 έννοια και προφορά

没有
Απλοποιημένη λέξη
沒有
Παραδοσιακή λέξη

没有 ελληνικός ορισμός

méi yǒu

  • οχι

HSK level


Χαρακτήρες

  • (méi): οχι
  • (yǒu): εχω

Παραδείγματα ποινών με 没有

  • 我家里没有人。
    Wǒjiālǐ méiyǒu rén.
  • 我没有他高。
    Wǒ méiyǒu tā gāo.
  • 他在玩,没有学习。
    Tā zài wán, méiyǒu xuéxí.
  • 我还没有结婚的打算。
    Wǒ hái méiyǒu jiéhūn de dǎsuàn.
  • 这件事和她没有关系。
    Zhè jiàn shì hé tā méiyǒu guānxì.