没 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

没 ελληνικός ορισμός

méi

  • οχι

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : low wall;
  • : μεσο μαζικης ενημερωσης
  • : κομμάτια
  • : plum; plum flower; Japanese apricot (Prunus mume);
  • : lintel; crossbeam;
  • : brink; edge;
  • : κάρβουνο
  • : used for ferret, badger or mongoose; variant of 獴 mongoose;
  • : (fine jade); see 玫瑰[mei2 gui1];
  • : (stone which resembles jade);
  • : φρύδι
  • : heir-requesting sacrifice;
  • : millet;
  • : meat on the back of an animal;
  • : quickening of the fetus;
  • : berry; strawberry;
  • : ancient place name;
  • : enzyme; ferment;
  • : lock; metal dog collar;
  • : americium (chemistry);
  • : μούχλα
  • : babbler (bird);

Παραδείγματα ποινών με 没

  • 没关系,你睡觉!
    Méiguānxì, nǐ shuìjiào!
  • 我没看见他。
    Wǒ méi kànjiàn tā.
  • 我家里没有人。
    Wǒjiālǐ méiyǒu rén.
  • 他昨天没去学校。
    Tā zuótiān méi qù xuéxiào.
  • 家里没吃的了,我们去买点儿吧。
    Jiālǐ méi chī dele, wǒmen qù mǎidiǎn er ba.

Λέξεις που περιέχουν 没, ανά επίπεδο HSK