油炸 έννοια και προφορά

油炸
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

油炸 ελληνικός ορισμός

yóu zhá

  • τηγανητό

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yóu): λάδι
  • (zhà): τηγανητό