油腻 έννοια και προφορά

油腻
Απλοποιημένη λέξη
油膩
Παραδοσιακή λέξη

油腻 ελληνικός ορισμός

yóu nì

  • λιπαρός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yóu): λάδι
  • (nì): λιπαρός