腻 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

腻 ελληνικός ορισμός

  • λιπαρός

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : (dialect) I; my; we; our;
  • : to hide;
  • : parapet;
  • : 欮
  • : distressed; famished;
  • : familiar; intimate; to approach;
  • : to drown; to indulge; addicted to; to spoil (a child);
  • : to look askance at;
  • : women's undergarments;
  • : αντίστροφος

Λέξεις που περιέχουν 腻, ανά επίπεδο HSK