腻
膩
腻 ελληνικός ορισμός
nì
- λιπαρός
nì
- λιπαρός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 腻, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 油腻 (yóu nì) : λιπαρός