活力
                
                
                
                Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη
                
                
            活力 ελληνικός ορισμός
        
            huó lì
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - ζωτικότητα
huó lì
- ζωτικότητα
