活
活 ελληνικός ορισμός
huó
- ζω
huó
- ζω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 佸 : γι
Παραδείγματα ποινών με 活
-
女儿给我的生活带来很多快乐。
Nǚ'ér gěi wǒ de shēnghuó dài lái hěnduō kuàilè. -
人们的生活水平有了很大的提高。
Rénmen de shēnghuó shuǐpíng yǒule hěn dà de tí gāo. -
生活中总会遇到一些烦恼。
Shēnghuó zhōng zǒng huì yù dào yīxiē fánnǎo. -
咱们这个月的生活费用是多少?
Zánmen zhège yuè de shēnghuó fèiyòng shì duōshǎo? -
读书能丰富我们的生活。
Dúshū néng fēngfù wǒmen de shēnghuó.
Λέξεις που περιέχουν 活, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 活动 (huó dòng) : δραστηριότητα
- 活泼 (huó po) : ζωηρός
- 生活 (shēng huó) : ζωη
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 干活儿 (gàn huó r) : δουλειά
- 活跃 (huó yuè) : ενεργός
- 灵活 (líng huó) : εύκαμπτος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 复活 (fù huó) : ανάσταση
- 活该 (huó gāi) : αξίζουν
- 活力 (huó lì) : ζωτικότητα
- 快活 (kuài huo) : ευτυχισμένος