活泼 έννοια και προφορά

活泼
Απλοποιημένη λέξη
活潑
Παραδοσιακή λέξη

活泼 ελληνικός ορισμός

huó po

  • ζωηρός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (huó): ζω
  • (pō): βουτιά

Παραδείγματα ποινών με 活泼

  • 妹妹是个活泼可爱的小女孩。
    Mèimei shìgè huópō kě'ài de xiǎo nǚhái.
  • 森林着活泼了。
    Sēnlínzhe huópōle.