测量 έννοια και προφορά

测量
Απλοποιημένη λέξη
測量
Παραδοσιακή λέξη

测量 ελληνικός ορισμός

cè liáng

  • μέτρημα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (cè): μέτρηση
  • (liàng): το ποσό