测
測
测 ελληνικός ορισμός
cè
- μέτρηση
cè
- μέτρηση
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 测, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 测验 (cè yàn) : δοκιμή
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 测量 (cè liáng) : μέτρημα
- 探测 (tàn cè) : ανιχνεύουν
- 推测 (tuī cè) : σκέπτομαι