浑身 έννοια και προφορά

浑身
Απλοποιημένη λέξη
渾身
Παραδοσιακή λέξη

浑身 ελληνικός ορισμός

hún shēn

  • παντού

HSK level


Χαρακτήρες

  • (hún): λασπωμένος
  • (shēn): σώμα