浑
渾
浑 ελληνικός ορισμός
hún
- λασπωμένος
hún
- λασπωμένος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 浑, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 浑身 (hún shēn) : παντού