浪漫 έννοια και προφορά

浪漫
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

浪漫 ελληνικός ορισμός

làng màn

  • ρομαντικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (làng): κύμα
  • (màn): διαχέω

Παραδείγματα ποινών με 浪漫

  • 这本书讲了一个浪漫的爱情故事。
    Zhè běn shū jiǎngle yīgè làngmàn de àiqíng gùshì.