漫
漫 ελληνικός ορισμός
màn
- διαχέω
màn
- διαχέω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 漫
-
这本书讲了一个浪漫的爱情故事。
Zhè běn shū jiǎngle yīgè làngmàn de àiqíng gùshì.
Λέξεις που περιέχουν 漫, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 浪漫 (làng màn) : ρομαντικός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 漫长 (màn cháng) : μακρύς
- 漫画 (màn huà) : ιστορία σε εικόνες
- 弥漫 (mí màn) : διαχέω