淹没 έννοια και προφορά

淹没
Απλοποιημένη λέξη
淹沒
Παραδοσιακή λέξη

淹没 ελληνικός ορισμός

yān mò

  • βυθισμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yān): πλημμύρισε
  • (méi): οχι