渗透 έννοια και προφορά

渗透
Απλοποιημένη λέξη
滲透
Παραδοσιακή λέξη

渗透 ελληνικός ορισμός

shèn tòu

  • διείσδυση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shèn): διηθώ
  • (tòu): διά μέσου