透
透 ελληνικός ορισμός
tòu
- διά μέσου
tòu
- διά μέσου
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 透, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 透明 (tòu míng) : διαφανής
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 渗透 (shèn tòu) : διείσδυση
- 透露 (tòu lù ) : αποκαλύπτω