温柔 έννοια και προφορά

温柔
Απλοποιημένη λέξη
溫柔
Παραδοσιακή λέξη

温柔 ελληνικός ορισμός

wēn róu

  • προσφορά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wēn): θερμοκρασία
  • (róu): μαλακός