温
溫
温 ελληνικός ορισμός
wēn
- θερμοκρασία
wēn
- θερμοκρασία
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 温
-
秋天来了,温度开始降低了。
Qiūtiān láile, wēndù kāishǐ jiàngdīle. -
进入冬季,温度越来越低。
Jìnrù dōngjì, wēndù yuè lái yuè dī.
Λέξεις που περιέχουν 温, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 温度 (wēn dù) : θερμοκρασία
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 温暖 (wēn nuǎn) : ζεστός
- 温柔 (wēn róu) : προσφορά
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 温带 (wēn dài) : εύκρατη ζώνη
- 温和 (wēn hé) : ήπιος