港口 έννοια και προφορά

港口
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

港口 ελληνικός ορισμός

gǎng kǒu

  • λιμάνι

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gǎng): λιμάνι
  • (kǒu): στόμα